- διαμασῶμαι
- διαμασάομαιchew uppres subj mp 1st sg (attic epic ionic)διαμασάομαιchew uppres ind mp 1st sgδιαμασάομαιchew uppres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαμασώμαι — διαμασῶμαι ( άομαι) (AM) [μασώμαι] 1. καταμασώ 2. επικρίνω … Dictionary of Greek
διαμασῶμ' — διαμασῶμαι , διαμασάομαι chew up pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διαμασῶμαι , διαμασάομαι chew up pres ind mp 1st sg διαμασῶμαι , διαμασάομαι chew up pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαμάσητος — ἀδιαμάσητος, ον, (Α) [διαμασῶμαι] 1. (κατά λέξη) αυτός που δεν μασήθηκε 2. (με μτφ. σημ.) απερίφραστος, ντόμπρος … Dictionary of Greek
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προδιαμασώμαι — άομαι, Α μασώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαμασῶμαι «μασώ, καταμασώ»] … Dictionary of Greek